-
1 ванна
ванна ж в разн. знач. το λουτρό, το μπάνιο· η μπανιέ ρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)· принять \ваннау κάνω μπάνιο, солнечные \ваннаы τα ηλιόλου τρα· воздушные \ваннаы τααερο λουτρα· грязевые \ваннаы τα λασπόλουτρα· морские \ваннаы τα θαλασσινά μπάνια* * *ж в разн. знач.το λουτρό, το μπάνιο; η μπανιέρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο
со́лнечные ва́нны — τα ηλιόλουτρα
возду́шные ва́нны — τα αερόλουτρα
грязевы́е ва́нны — τα λασπόλουτρα
морски́е ва́нны — τα θαλασσινά μπάνια
-
2 ванна
ванн||аж1. (сосуд) τό μπάνιο, ὁ λουτήρας, ἡ μπανιέρα;2. (купание) τό μπάνιο, τό λούσιμο, τό λουτρό:принять \ваннау κάμνω λουτρό, κάνω μπάνιο;3. (лечение) ἡ λουτροθεραπεία, τά λουτρά:воздушные \ваннаы τά ἀερόλουτρα; солнечные \ваннаы τά ἡλιόλουτρα, ἡ ἡλιοθεραπεία; морские \ваннаы τά θαλασσιά (θαλασσινά) λουτρά (или μπάνια). -
3 купать
ρ.δ. μ. λούζω,κάνω μπάνιοмать -ает своих детей η μάνα κάνει μπάνιο τα παιδιά της. || βυθίζω.λούζομαι, κάνω μπάνιο. || βυθίζομαι.εκφρ.купаться в крови – κολυμπώ στο αίμα (για μεγάλη αιματοχυσία)•в золоте – κολυμπώ στο χρυσάφι (είμαι πάμπλουτος). -
4 баня
-
5 ванная
ванная ж το λουτρό, το μπάνιο (χώρος)" номер с\ваннаяой το δωμάτιο με λουτρό* * *жτο λουτρό, το μπάνιο (χώρος)но́мер с ва́нной — το δωμάτιο με λουτρό
-
6 комната
-
7 купание
-
8 принять
принять 1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνω· \принять лекарство παίρνω φάρμακο* \принять ванну κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου 2) (гостя, посетителя ) δέχομαι 3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω 4) (закон, проект ) εγκρίνω 5) (признать) παίρνω για· \принять за знакомого παίρνω κάποιον για γνωστό ◇ \принять участие в... παίρνω μέρος σε...· \принять во внимание λαβαίνω υπόψη μου \приняться (за что-л.) αρχίζω, καταπιάνομαι* * *1) (что-л.) παίρνω, λαβαίνωприня́ть лека́рство — παίρνω φάρμακο
приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο, παίρνω το λουτρό μου
2) (гостя, посетителя) δέχομαι3) (на работу и т. п.) προσλαβαίνω4) (закон, проект) εγκρίνω5) ( признать) παίρνω γιαприня́ть за знако́мого — παίρνω κάποιον για γνωστό
••приня́ть уча́стие в... — παίρνω μέρος σε…
приня́ть во внима́ние — λαβαίνω υπόψη μου
приня́ться (за что-л.) — αρχίζω, καταπιάνομαι
-
9 выкупать
-
10 закупать
-
11 купание
-я ουδ.λούσιμο• λουτρό, μπάνιο. || μέρος για μπάνιο. -
12 накупать
ρ.δ.βλ. накупить(ся).накупать 2ρ.σ.μ.λούζω πολύ•накупать детей в ва-не κάνω μπάνιο τα παιδιά στη μπανιέρα.
κάνω πολύ μπάνιο. -
13 ванна
1. (сосуд, аппарат) η δεξαμενήη λεκάνη(для купанья) η μπανιέραбланшировочная пищ. - κατεργασίας λαχανικών με ζεστό νερό/ατμόзакрепляющая кфт. - στερέωσηςкрасильная - βαφής/χρωματισμούполоскательная текст. - ξεπλύματος2. (процесс мытья или купанья) το μπάνιοτο λούσιμο3. (лечение) τα λουτράη λουτροθεραπείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванна
-
14 ванная
(комната) το λουτρότο μπάνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ванная
-
15 купать
-
16 купаться
λούζομαι, κάνω μπάνιο -
17 баня
бан||яж1. τό μπάνιο, τό λουτρό;2. перен ἡ κατσάδα:задать \баняю кому́-л. κατσαδιάζω, λούζω γιά καλά; ◊ ну и \баня здесь ἐδῶ εἶναι φοῦρνος. -
18 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
19 ванная
ванн||аяж τό δωμάτιο τοῦ λουτροῦ, ἡ μπανιέρα, τό μπάνιο. -
20 выкупаться
вы́купать||сяλούζομαι, λούομαι, κάνω μπάνιο, κάνω λουτρό.IIвыкупа́тьнесов, выкупить сов1. (залог) ἐξαγοράζω, παίρνω πίσω τό ἐνέχυρο·2. (пленника) ἐξαγοράζω, πληρώνω τά λύτρα, ἀπολυτρώνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μπάνιο — το (Μ μπάνιο) συν. στον πληθ. τα μπάνια ιαματικές πηγές οι οποίες έχουν τις κατάλληλες για την εξυπηρέτηση τών ασθενών εγκαταστάσεις νεοελλ. 1. μέρος τού σπιτιού όπου μπορεί να πλυθεί κανείς («μπήκε στο μπάνιο») 2. το πλύσιμο τού σώματος («κάθε… … Dictionary of Greek
μπάνιο — το ιου (λ. ιταλ.) 1. το λουτρό: Έχω μια βδομάδα να κάνω μπάνιο. 2. ο λουτήρας, η μπανιέρα: Όταν κάνει ζέστη μπαίνω πολλές φορές στο μπάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
μπανιερό — το άκλ. ένδυμα για θαλάσσιο μπάνιο, αλλ. μαγιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. ερό (πρβλ. τσαγ ερό)] … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Stelios Kazantzidis — Infobox musical artist Name = Stelios Kazantzidis Στέλιος Καζαντζίδης Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Alias = Born = birth date|1931|8|29 Died =death date and age|2001|9|14|1931|8|29 Origin = Greece… … Wikipedia
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia